Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Εγώ γιατί δεν είμαι μέσα;


Πνευματικό κέντρο είναι ,ένα κέντρο που φυλάσσει την πολιτική μας κληρονομία; ή την πολιτική καριέρα ; την πνευματική απασχόληση ;ή την πολιτική  σταδιοδρομία ;

Πνευματικό κέντρο είναι χώρος  που συζητάμε ιδέες, οράματα πολιτισμό ,παραδόσεις ; η  εκλογικά μαγειρέματα  ,πολιτικούς συσχετισμούς  και πολιτικές διαφορές ;    

Πνευματικό κέντρο είναι ο χώρος  της αλήθειας ,της προσφοράς ο πνευματικός πατέρας  κάποιων αξίων  ; η ο χώρος του ψέματος της  προσωπικής προβολής και ο  πνευματικός πατέρας κάθε απαξίωσης; 

Κάπως έτσι όμως χρησιμοποιείτε  σημερα  το πνευματικό  κέντρο και  από εργαλείο ανάπτυξης  εχει καταντήσει μπουρλότο στα θεμέλια του πολιτισμού του τουρισμού και της ανάπτυξης.

Είναι πρώτη φορά στην ιστορία  αυτού του τόπου που το πνεύμα απουσιάζει από τα πολιτιστικά γίγνεσθαι οι εκπρόσωποι των ιστορικών πολιτιστικών σωματείων της πόλης , απουσιάζουν  παντελώς  , οι καλλιτέχνες ,οι  άνθρωποι των γραμμάτων και  της τέχνης , άφαντοι λες και έπεσε περονόσπορος, με μια μόνο εξαίρεση , αλλά ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.

Και να φανταστεί κάνεις   ότι έγινε μεγάλος πόλεμος να πείσουμε  τον Καλλικράτη να κάνει μια εξαίρεση γιατί  το κατά τα αλλά Ιστορικό Πνευματικό Κέντρο της Λευκάδας  είχε λόγους  να ζήσει μονό και μονό  για την μεγάλη του προσφορά  στον πολιτισμό.

Οι πολιτικοί βλέποντας την απαξίωση  τους από τον λαό  αποφάσισαν να ασχοληθούν  με αυτό  για  να προστατέψουν  δήθεν το πνεύμα  αλλά ξέχασαν ότι αυτός ο χώρος δεν χωραει  κροκοδείλια δάκρυα  και ξύλινους λόγους.

Οι πολιτικοί   μπορούν να επιβιώσουν μονό στο χωρο της καρέκλας  και της εξουσίας ,με το αζημίωτο βέβαια,  ενώ οι πολιτιστικοί  ,στον χωρο της παρέμβασης και των ιδεών ανιδιοτελώς .

Ο στόχος των πολιτικών ένας και μόνος,  το βιογραφικό  τους  γεμάτο με θέσεις , προέδρων και γραμματέων σωματείων συλλόγων, συνδικάτων η κομμάτων   τις οποίες χρησιμοποιούν σαν διαπιστευτήρια των δήθεν ικανοτήτων τους στην αναρρίχηση της εξουσίας.

Ο πολιτισμός όμως είναι φιλοσοφία , είναι τρόπος ζωής ο πολιτισμός  κάνει τις ανατροπές και ιδιαίτερα  όταν είναι ακομμάτιστος  και οι καλλιτέχνες  οφείλουν να είναι ακομμάτιστοι, αλλά το σύστημα  φοβισμένο μην χάσει την κυριαρχία του δεν διστάζει  να τους  κατηγορεί σαν  ακομμάτιστους  σαν ακραίους και γραφικούς

Και επειδή δήμαρχε εγώ ανήκω στους γραφικούς  θέλω να μου πεις  …..Γιατί εγώ δεν είμαι μέσα;
Θέλω να  το μάθω πριν πεθάνω ,πριν κρεμάσετε  και το δικό μου κάδρο σαν του ντε Βαλαμόντε που κάνεις ποτε όσο ζούσε  δεν τον  ρώτησε πόσες φορές κοιμήθηκε  δακρυσμένος και πεινασμένος  αλλά περήφανος  Χριστούγεννα  στα πλανιαδουρια στην  χάρτινη μπαρακα  του στα Βαρδανια προσπαθώντας να πείσει  τον εαυτό του ότι δεν κρύωνε  από τις κρύες καρδιές των ανθρώπων αλλά από τον  χειμώνα.
Θέλω πριν πεθάνω να μάθω το γιατί  δεν είναι μέσα ο Κυριάκος  ο Νίκος η Σοφία  ο Ηλίας ο Παναγιώτης   ο Βασίλης η Λουκία ο Θανάσης  και πολλοί άλλοι ακραίοι και γραφικοί  και επί πλέον …..Γιατί είσαστε  εσείς μέσα;


                              FEXISORITZINALE

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Από του Λαζάρου μέχρι την δευτέρα του Πάσχα
Μια βόλτα στο παρελθόν …………με τον Πανο Φέξη…….η ιστορία δημοσιεύεται σε συνέχειες στο fexisoritzinale μαζί με συνταγές λευκαδίτικων φαγητών που αναφέρονται στο κείμενο….fexis


Ήταν η πιο όμορφες νύχτες του χρόνου , το λευκό χρώμα του ασβέστη λαμπίριζε μέσα στο σκοτάδι καθώς το φώτιζε το ανοιξιάτικο φεγγάρι , τα σοκάκια εμοιαζαν κατάλευκα ποτάμια , τα σπίτια και οι απρισμενες αυλές με τις κληματαριές τους ήταν λες και είχαν βγει μέσα από κάδρο, οι κορμοί των δένδρων που έστεκαν κατάλευκοι μέσα στα οργωμένα χωράφια ,εμοιαζαν σαν μαρμάρινα γλυπτά , οι κωλοφωτιές αναβόσβηναν σαν καντηλάκια , τα βατράχια στις σούδες τραγουδούσαν ασταμάτητα σπάζοντας την σιγαλιά της νύχτας και τα κοκόρια που είχαν ξυπνήσει , λαλούσαν το ένα πίσω από το άλλο αναγγέλλοντας τον ερχομό της ημέρας.

Το μαύρο χρώμα της νύχτας ξεθώριαζε σιγά σιγά , το φεγγάρι έγερνε προς την λιμνοθάλασσα λες και ήθελε να δει τον εαυτό του στον ασημένιο καθρέπτη που είχε φτιάξει στα γκρίζα νερά ,ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί , ένα μελαγχολικό γκριζογάλανο ατσάλινο χρώμα έκανε τα βουνά να μοιάζουν σαν κοιμισμένα θεριά ξαπλωμένα στις άκρες του ορίζοντα .

Και ένα γεμάτο υγρασία αεράκι , έσπρωχνε την πρωινή ανοιξιάτικη πάχνη νωχελικά πάνω από την πολη, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με λεπτά αρώματα κλεμμένα από την θάλασσα και τα λουλούδια των κήπων .

Ξημέρωνε μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος αγουροξυπνημένος άρχιζε να βάφει τον ορίζοντα και τα λίγα ξεχασμένα μικρά σύννεφα τα στολιζε με χρυσά και μαβιά χρώματα που ταίριαζαν στο υφος της ημέρας .


Το σκούξιμο ,που έκανε η αλάδωτη σιδερένια ρόδα ,της ξύλινης καριόλας του μπάρμπα Βαγγελη του ΄΄ καλόγερου ΄΄, καθώς κυλούσε στους χωμάτινους δρόμους της γειτονιάς , συναγωνιζόταν το ασταμάτητο κελαίδημα των σπίγγων , πετούσαν απο δενδρο σε δενδρο στους κήπους αναγγέλλοντας την αυγή , τα χελιδόνια τιτίβιζαν νωχελικά μέσα στις φωλιές περιμένοντας το φως του ήλιου για να αρχίσουν το ασταμάτητο πέταγμα πάνω από την πολη .

΄΄ Καλμέρα κμπάρα ΄΄ χαιρέτησε ο μπάρμπα βαγγελης ΄΄ , σπρώχνοντας την βαριά φορτωμένη καριόλα , με φρέσκα λαχανικά και φρούτα από το περιβόλι του, πήγαινε όπως κάθε πρωί χειμώνα καλοκαίρι πάντα την ίδια ώρα τις παραγγελίες στα μαγαζιά των μανάβηδων της αγοράς , ΄΄ καλμέρα κμπάρε ΄΄ είπε η θεια Γιάννα που είχε ξυπνήσει από τα χαράματα .

Η γειτονία σιγά σιγά ξυπνούσε οι νοικοκυρές άνοιγαν τις πόρτες κα τα σκούρα από τα παράθυρα τους , το φως του ήλιου γέμιζε τα φρεσκοβαμμένα δωμάτια , ο πρωινός καλλωπισμός των γειτόνων στις αυλές είχε την τιμητική του , λίγα σπίτια είχαν ,κουζίνα, νεροχύτη , βρύση, και μπάνιο μέσα στο σπίτι .

Όσοι είχαν ξυπνήσει , νίβονταν στις γούρνες και στις μεταλλικές βρύσες που ήταν κρεμασμένες στις ξύλινες κολώνες στις κληματαριές, έριχναν νερό στα μούτρα τους με τις παλάμες τους και σκουπίζονταν με μια πετσέτα , κρεμασμένη δίπλα στο καθρέφτη , οι άνδρες έπαιρναν τον δρόμο για τους καφενέδες του μόλου και του παζαριού και οι γυναίκες αρχιζαν τις δουλείες .

Η γειτονία είχε ζωντανέψει , τα χελιδόνια στον ουρανό τιτίβιζαν χαρούμενα , οι φωνές τους μπερδεύονταν με τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν στην γειτονία ,κάνοντας αποκρίσεις στους μεγαλύτερους .

Οι πεταλούδες πετούσαν τρελαμένες από λουλούδι σε λουλούδι στα ανθισμένα λαχανικά που στόλιζαν τις καλοφτιαγμένες βραγιές στους κήπους , της θεια Θελεσίας και της θεια Γιάννας ,της Μπελενας .

Οι μέλισσες ,μιλιούνια έκαναν τσιμπούσι στις ανθισμένες λεμονοπορτοκαλιές του Μπόνια .

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Ροζίνας είχε ξυπνήσει από τα αγρία χαράματα , καμάρωνε τον κήπο του έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα ,πρόσεχε να μην μπουν από την μάντρα κρυφά τα παιδιά τις γειτονιάς και του κόψουν τα λουλούδια για να στολίσουν τους επιτάφιους των ενοριών , είχε τις πιο όμορφες τριανταφυλλιές ,γαρυφαλλιές και βιολέτες στην πολη.

Η θεια Ελένη η Μαρινάκη μπαινόβγαινε από το σπίτι στην κουζίνα που ήταν έξω στην αυλή κάνοντας δουλείες έριχνε κλεφτές ματιές , προσέχοντας μη κλέψουν τα παιδιά για τους επιταφίους , τους κατάλευκους κρίνους και τις μωβ πασχαλιές από τον κήπο της θεια Ελένης της Κουτσουριενας .

Στην αγορά στην εκκλησία του Παντοκράτορα στον φούρνο του Μπελέλη ,ο μπάρμπα Ανδρέας με τους δυο γιους του ,τον Γιάννη και τον Σωτήρη , έδιναν την μάχη της λαμαρίνας.

Οι νοικοκυρές ΄΄ έκλειναν ΄΄ τις λαμαρίνες του φούρνου για να ψήσουν τα κουλουράκια αγοράζοντας πρώτα το αλεύρι τους .
Από το πρωί, μετά το ξεφούρνισμα του ψωμιού , μέχρι αργα το απόγευμα , οι λαμαρίνες περνούσαν από σπίτι σε σπίτι , οι γειτόνισσες έφτιαχναν διπλές και τριπλές τις συνταγές και μοιράζονταν τα κουλούρια ανάλογος .

Η θεια Γιαννούλα του ΄΄ κορομηλεου ΄΄ είχε την καλύτερη συνταγή στην γειτονία , την πιο μεγάλη εμπειρία , στο φτιάξιμο των γλυκών , την πιο μεγάλη κουζίνα και την πιο μεγάλη απλαδενα στην γειτονία για το χτύπημα της ζάχαρης με τα αυγά και το βούτυρο , έτσι λοιπόν όλες οι γειτόνισσες έδιναν ραντεβού στο σπίτι της .

΄΄ άντε και του χρόνου μαρες κοπέλες νάμαστε καλα να τα ξαναφτιάξουμε ΄΄ έλεγε η θεια Γιαννούλα καθώς έριχνε την ζάχαρη στο λιωμένο βούτυρο μέσα στην απλάδενα, οι γυναίκες χτυπούσαν το μείγμα ,η κάθε μια με την σειρά της ,με τα χερια κάνοντας κυκλικές κινήσεις συνεχεία για πολύ ώρα μέχρι να ασπρίσει το βούτυρο, ήθελε πολύ καλό χτύπημα για να γίνουν αφράτα τα κουλουράκια.

Τα πιτσιρίκα που ήταν μαζεμένα γύρο από το τραπέζι γλείφονταν περιμένοντας να τελειώσουν την ζύμη για να πλάσουν κουλουράκια .

Τα σπίτι μοσχοβολούσε βανίλια με βούτυρο και τα πιτσιρίκια κρυφά έβαζαν το δάχτυλο τους στην κρέμα για να δοκιμάσουν και οι μανάδες τους τα έδιωχναν με φοβέρες ΄΄ θα σε τιμωρήσει ο Χριστός για αυτό που κάνεις ΄΄ τους έλεγαν , ήταν μεγάλη αμαρτία να χαλάσουν την σαρακοστή .

Οι λαμαρίνες με τα κουλούρια στα κεφάλια των γυναικών πήγαιναν στον φούρνο και ο μπάρμπα Ανδρέας ,φούρνιζε ,ξεφούρνιζε λέγοντας ΄΄ χρόνια πολλά ,καλό Πάσχα ΄΄ και ο Γιάννης μάζευε δεκάρικα και εικοσάρικα .

΄΄ Ο προμηθευτής της νήσου ΄΄, έγραφε η πινακίδα στο υαλοπωλείο του Χατζηγεωργίου είχε τα πάντα ,γυαλικά ,πιάτα, κατσαρόλες μέχρι και πλαστικά υφάσματα σε ρολά, ΄΄ ήταν πολύ της μόδας ΄΄ .

Ο κυρ Κώστας , ο ιδιοκτήτης, δεν προλάβαινε να κόβει λουλουδάτα υφάσματα για τους τοίχους των κουζινών , εκεί κρεμούσαν οι νοικοκυρές όλα τα τζετζερικα του σπιτιού , τα είχαν πάντα καλογυαλισμένα και σε πρώτη θέση κρεμασμένα σε πρόγκες.

Σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζί του ΄΄Γιαννακη ΄΄ ο γιος του ο Σπύρος πουλούσε βαφές για αυγά ΄΄ δύο βαφές μια γραμμή ΄΄ φώναζε ο μικρός Σπύρος προφανώς εννοώντας μια δραχμή που του είχε πει ο πατέρας του να λέει.

Τα αυγά τα μάζευαν οι νοικοκυρές πολύ καιρό μπροστα από τις κότες τους , αλλά και από τα χωριά ένα, ένα ΄΄ ποσά θα βάψεις μαρη εσύ ΄΄ ρωτουσε η μια την άλλη ΄΄ καμία τριανταριά μαρη κοπέλα έχω κονομήσει ΄΄ .

Το βάψιμο των αυγών ήθελε και αυτό μεγάλη τέχνη , τα περνούσαν πρώτα με λεμονί για να μην σπάνε στο βράσιμο και μετά τα έβαζαν σε κρύο νερό με την βαφή και πολύ ξύδι για να πιάσει η βαφή σε σιγανή φωτιά , μετά όταν τα έβγαζαν από την βαφή ,τα περνούσαν με λάδι για να γυαλίζουν και ήταν έτοιμα για τσούγκρισμα.

Πιο κάτω ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Θανάση του ΄΄κουφάκια ΄΄ πατσατζίδικο ΄΄ μέγα ΄΄ , όλοι το έβριζαν για την καθαριότητα του αλλά όλοι απολάμβαναν την πεντανόστιμη πατσά του, κατά την διάρκεια της σαρακοστής ο μπάρμπα Θανάσης άλλαζε μενού έφτιαχνε την περίφημη φάβα του και κουκιά βραστά .


Στην αγορά ο μπάρμπα Αναστάσης , πλανόδιος τσαγκάρης με ένα πάγκο που είχε στο πεζοδρόμιο, στην εκκλησία του παντοκράτορα μπροστα από το κουρείο του Μοραΐτη , πουλούσε λαμπάδες , τις στολιζε ο ίδιος με χάρτινες γιρλάντες, κόκκινες για τα κορίτσια και μπλε για τα αγόρια .

Πιο δίπλα ήταν τα παπουτσίδικα της φτωχολογιάς, του Μπελα και του Χαλικοπουλου , είχαν αραδιασμένα σε όλο το πεζοδρόμιο , παπούτσια ,γαλότσες ,και κρεμασμένα στις λόντζες και στις κολόνες του μαγαζιού ,ντρίλινα παντελόνια και σακάκια ΄΄ τι νούμερο φοράς κμπαρε ΄΄ ρωτούσαν τους πελάτες συνήθως ήταν χωριατες ΄΄ και τους έδιναν το παπούτσι να το δοκιμάσουν στο πεζοδρόμιο , γονάτιζαν και με το δάχτυλο τους έψαχναν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού αν έφτανε στην μύτη του παπουτσιού, ΄΄ μα χαρά είναι μπόλικο με’γεια σου ΄κμπάρε ΄΄ και τα τύλιγαν σε μια εφημερίδα παίρνοντας τα λεφτά χέρι με χέρι .

Πιο κάτω ήταν ο Κουτσούριας, υποδήματα πολυτελείας για ακριβά γούστα ,είχε δυο βιτρίνες μια για άνδρες και αγόρια και μία με γυναικεία και κοριτσίστικα , μαύρα σκαρπίνια για τους άνδρες ,λευκά λουστρίνια για τα αγόρια , τακούνια λουστρίνια για τις γυναίκες και κόκκινα λουστρίνια για τα κοριτσάκια.

Όλοι τότε περίμεναν το Πάσχα για να πάρουν καινούργια καλοκαιρινά παπούτσια , ο κόσμος ήταν στην σειρά ,οι πωλήτριες η Άννα και η Ιφιγένεια δεν προλάβαιναν να δίνουν παπούτσια για δόκιμη ΄΄΄με τις γείες σου και καλοφόρετα ΄΄ έλεγαν δίνοντας τα παπούτσια στο ταμείο που ήταν ο κυρ Νιόνιος , μέχρι το απόγευμα της αναστάσεως δεν υπηρχε παπούτσι στα ράφια , το μαγαζί έμοιαζε λες και είχε πέσει βόμβα.

Στις βιτρίνες του βανδωρου και των άλλων εμπορικών μέχρι και οι κουκλες έμεναν ΄΄ γυμνές ΄΄ όλοι έπρεπε να πάρουν νέα ρούχα για την λαμπρή .

Τα πάντα ήταν μέχρι το απόγευμα στην θέση τους ,τα σπίτια μοσχοβολούσαν από καθαριότητα ,τα χειμωνιάτικα είχαν δώσει την θέση τους στα καλοκαιρινά , στόρια διάφανα στα παράθυρα , σεμεν στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας ,ανοιξιάτικα λουλούδια στο βάζο και ελαφριά κουβερλι στα κρεβάτια . στρωσίδια και χοντρά ρούχα είχαν ποστιαστεί στους γιουκους περιμένοντας τον επόμενο χειμώνα , τα κουλουράκια και τα κόκκινα αυγά στην φρουτιέρα ήταν μεγάλη πρόκληση για τα πιτσιρίκια που περίμεναν πως και πώς την Ανάσταση για να τους βάλουν χέρι .


FexisOritzinale ……. to be continuum