Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Από του Λαζάρου μέχρι την δευτέρα του Πάσχα
Μια βόλτα στο παρελθόν …………με τον Πανο Φέξη…….η ιστορία δημοσιεύεται σε συνέχειες στο fexisoritzinale μαζί με συνταγές λευκαδίτικων φαγητών που αναφέρονται στο κείμενο….fexis


Ήταν η πιο όμορφες νύχτες του χρόνου , το λευκό χρώμα του ασβέστη λαμπίριζε μέσα στο σκοτάδι καθώς το φώτιζε το ανοιξιάτικο φεγγάρι , τα σοκάκια εμοιαζαν κατάλευκα ποτάμια , τα σπίτια και οι απρισμενες αυλές με τις κληματαριές τους ήταν λες και είχαν βγει μέσα από κάδρο, οι κορμοί των δένδρων που έστεκαν κατάλευκοι μέσα στα οργωμένα χωράφια ,εμοιαζαν σαν μαρμάρινα γλυπτά , οι κωλοφωτιές αναβόσβηναν σαν καντηλάκια , τα βατράχια στις σούδες τραγουδούσαν ασταμάτητα σπάζοντας την σιγαλιά της νύχτας και τα κοκόρια που είχαν ξυπνήσει , λαλούσαν το ένα πίσω από το άλλο αναγγέλλοντας τον ερχομό της ημέρας.

Το μαύρο χρώμα της νύχτας ξεθώριαζε σιγά σιγά , το φεγγάρι έγερνε προς την λιμνοθάλασσα λες και ήθελε να δει τον εαυτό του στον ασημένιο καθρέπτη που είχε φτιάξει στα γκρίζα νερά ,ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί , ένα μελαγχολικό γκριζογάλανο ατσάλινο χρώμα έκανε τα βουνά να μοιάζουν σαν κοιμισμένα θεριά ξαπλωμένα στις άκρες του ορίζοντα .

Και ένα γεμάτο υγρασία αεράκι , έσπρωχνε την πρωινή ανοιξιάτικη πάχνη νωχελικά πάνω από την πολη, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με λεπτά αρώματα κλεμμένα από την θάλασσα και τα λουλούδια των κήπων .

Ξημέρωνε μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος αγουροξυπνημένος άρχιζε να βάφει τον ορίζοντα και τα λίγα ξεχασμένα μικρά σύννεφα τα στολιζε με χρυσά και μαβιά χρώματα που ταίριαζαν στο υφος της ημέρας .


Το σκούξιμο ,που έκανε η αλάδωτη σιδερένια ρόδα ,της ξύλινης καριόλας του μπάρμπα Βαγγελη του ΄΄ καλόγερου ΄΄, καθώς κυλούσε στους χωμάτινους δρόμους της γειτονιάς , συναγωνιζόταν το ασταμάτητο κελαίδημα των σπίγγων , πετούσαν απο δενδρο σε δενδρο στους κήπους αναγγέλλοντας την αυγή , τα χελιδόνια τιτίβιζαν νωχελικά μέσα στις φωλιές περιμένοντας το φως του ήλιου για να αρχίσουν το ασταμάτητο πέταγμα πάνω από την πολη .

΄΄ Καλμέρα κμπάρα ΄΄ χαιρέτησε ο μπάρμπα βαγγελης ΄΄ , σπρώχνοντας την βαριά φορτωμένη καριόλα , με φρέσκα λαχανικά και φρούτα από το περιβόλι του, πήγαινε όπως κάθε πρωί χειμώνα καλοκαίρι πάντα την ίδια ώρα τις παραγγελίες στα μαγαζιά των μανάβηδων της αγοράς , ΄΄ καλμέρα κμπάρε ΄΄ είπε η θεια Γιάννα που είχε ξυπνήσει από τα χαράματα .

Η γειτονία σιγά σιγά ξυπνούσε οι νοικοκυρές άνοιγαν τις πόρτες κα τα σκούρα από τα παράθυρα τους , το φως του ήλιου γέμιζε τα φρεσκοβαμμένα δωμάτια , ο πρωινός καλλωπισμός των γειτόνων στις αυλές είχε την τιμητική του , λίγα σπίτια είχαν ,κουζίνα, νεροχύτη , βρύση, και μπάνιο μέσα στο σπίτι .

Όσοι είχαν ξυπνήσει , νίβονταν στις γούρνες και στις μεταλλικές βρύσες που ήταν κρεμασμένες στις ξύλινες κολώνες στις κληματαριές, έριχναν νερό στα μούτρα τους με τις παλάμες τους και σκουπίζονταν με μια πετσέτα , κρεμασμένη δίπλα στο καθρέφτη , οι άνδρες έπαιρναν τον δρόμο για τους καφενέδες του μόλου και του παζαριού και οι γυναίκες αρχιζαν τις δουλείες .

Η γειτονία είχε ζωντανέψει , τα χελιδόνια στον ουρανό τιτίβιζαν χαρούμενα , οι φωνές τους μπερδεύονταν με τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν στην γειτονία ,κάνοντας αποκρίσεις στους μεγαλύτερους .

Οι πεταλούδες πετούσαν τρελαμένες από λουλούδι σε λουλούδι στα ανθισμένα λαχανικά που στόλιζαν τις καλοφτιαγμένες βραγιές στους κήπους , της θεια Θελεσίας και της θεια Γιάννας ,της Μπελενας .

Οι μέλισσες ,μιλιούνια έκαναν τσιμπούσι στις ανθισμένες λεμονοπορτοκαλιές του Μπόνια .

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Ροζίνας είχε ξυπνήσει από τα αγρία χαράματα , καμάρωνε τον κήπο του έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα ,πρόσεχε να μην μπουν από την μάντρα κρυφά τα παιδιά τις γειτονιάς και του κόψουν τα λουλούδια για να στολίσουν τους επιτάφιους των ενοριών , είχε τις πιο όμορφες τριανταφυλλιές ,γαρυφαλλιές και βιολέτες στην πολη.

Η θεια Ελένη η Μαρινάκη μπαινόβγαινε από το σπίτι στην κουζίνα που ήταν έξω στην αυλή κάνοντας δουλείες έριχνε κλεφτές ματιές , προσέχοντας μη κλέψουν τα παιδιά για τους επιταφίους , τους κατάλευκους κρίνους και τις μωβ πασχαλιές από τον κήπο της θεια Ελένης της Κουτσουριενας .

Στην αγορά στην εκκλησία του Παντοκράτορα στον φούρνο του Μπελέλη ,ο μπάρμπα Ανδρέας με τους δυο γιους του ,τον Γιάννη και τον Σωτήρη , έδιναν την μάχη της λαμαρίνας.

Οι νοικοκυρές ΄΄ έκλειναν ΄΄ τις λαμαρίνες του φούρνου για να ψήσουν τα κουλουράκια αγοράζοντας πρώτα το αλεύρι τους .
Από το πρωί, μετά το ξεφούρνισμα του ψωμιού , μέχρι αργα το απόγευμα , οι λαμαρίνες περνούσαν από σπίτι σε σπίτι , οι γειτόνισσες έφτιαχναν διπλές και τριπλές τις συνταγές και μοιράζονταν τα κουλούρια ανάλογος .

Η θεια Γιαννούλα του ΄΄ κορομηλεου ΄΄ είχε την καλύτερη συνταγή στην γειτονία , την πιο μεγάλη εμπειρία , στο φτιάξιμο των γλυκών , την πιο μεγάλη κουζίνα και την πιο μεγάλη απλαδενα στην γειτονία για το χτύπημα της ζάχαρης με τα αυγά και το βούτυρο , έτσι λοιπόν όλες οι γειτόνισσες έδιναν ραντεβού στο σπίτι της .

΄΄ άντε και του χρόνου μαρες κοπέλες νάμαστε καλα να τα ξαναφτιάξουμε ΄΄ έλεγε η θεια Γιαννούλα καθώς έριχνε την ζάχαρη στο λιωμένο βούτυρο μέσα στην απλάδενα, οι γυναίκες χτυπούσαν το μείγμα ,η κάθε μια με την σειρά της ,με τα χερια κάνοντας κυκλικές κινήσεις συνεχεία για πολύ ώρα μέχρι να ασπρίσει το βούτυρο, ήθελε πολύ καλό χτύπημα για να γίνουν αφράτα τα κουλουράκια.

Τα πιτσιρίκα που ήταν μαζεμένα γύρο από το τραπέζι γλείφονταν περιμένοντας να τελειώσουν την ζύμη για να πλάσουν κουλουράκια .

Τα σπίτι μοσχοβολούσε βανίλια με βούτυρο και τα πιτσιρίκια κρυφά έβαζαν το δάχτυλο τους στην κρέμα για να δοκιμάσουν και οι μανάδες τους τα έδιωχναν με φοβέρες ΄΄ θα σε τιμωρήσει ο Χριστός για αυτό που κάνεις ΄΄ τους έλεγαν , ήταν μεγάλη αμαρτία να χαλάσουν την σαρακοστή .

Οι λαμαρίνες με τα κουλούρια στα κεφάλια των γυναικών πήγαιναν στον φούρνο και ο μπάρμπα Ανδρέας ,φούρνιζε ,ξεφούρνιζε λέγοντας ΄΄ χρόνια πολλά ,καλό Πάσχα ΄΄ και ο Γιάννης μάζευε δεκάρικα και εικοσάρικα .

΄΄ Ο προμηθευτής της νήσου ΄΄, έγραφε η πινακίδα στο υαλοπωλείο του Χατζηγεωργίου είχε τα πάντα ,γυαλικά ,πιάτα, κατσαρόλες μέχρι και πλαστικά υφάσματα σε ρολά, ΄΄ ήταν πολύ της μόδας ΄΄ .

Ο κυρ Κώστας , ο ιδιοκτήτης, δεν προλάβαινε να κόβει λουλουδάτα υφάσματα για τους τοίχους των κουζινών , εκεί κρεμούσαν οι νοικοκυρές όλα τα τζετζερικα του σπιτιού , τα είχαν πάντα καλογυαλισμένα και σε πρώτη θέση κρεμασμένα σε πρόγκες.

Σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζί του ΄΄Γιαννακη ΄΄ ο γιος του ο Σπύρος πουλούσε βαφές για αυγά ΄΄ δύο βαφές μια γραμμή ΄΄ φώναζε ο μικρός Σπύρος προφανώς εννοώντας μια δραχμή που του είχε πει ο πατέρας του να λέει.

Τα αυγά τα μάζευαν οι νοικοκυρές πολύ καιρό μπροστα από τις κότες τους , αλλά και από τα χωριά ένα, ένα ΄΄ ποσά θα βάψεις μαρη εσύ ΄΄ ρωτουσε η μια την άλλη ΄΄ καμία τριανταριά μαρη κοπέλα έχω κονομήσει ΄΄ .

Το βάψιμο των αυγών ήθελε και αυτό μεγάλη τέχνη , τα περνούσαν πρώτα με λεμονί για να μην σπάνε στο βράσιμο και μετά τα έβαζαν σε κρύο νερό με την βαφή και πολύ ξύδι για να πιάσει η βαφή σε σιγανή φωτιά , μετά όταν τα έβγαζαν από την βαφή ,τα περνούσαν με λάδι για να γυαλίζουν και ήταν έτοιμα για τσούγκρισμα.

Πιο κάτω ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Θανάση του ΄΄κουφάκια ΄΄ πατσατζίδικο ΄΄ μέγα ΄΄ , όλοι το έβριζαν για την καθαριότητα του αλλά όλοι απολάμβαναν την πεντανόστιμη πατσά του, κατά την διάρκεια της σαρακοστής ο μπάρμπα Θανάσης άλλαζε μενού έφτιαχνε την περίφημη φάβα του και κουκιά βραστά .


Στην αγορά ο μπάρμπα Αναστάσης , πλανόδιος τσαγκάρης με ένα πάγκο που είχε στο πεζοδρόμιο, στην εκκλησία του παντοκράτορα μπροστα από το κουρείο του Μοραΐτη , πουλούσε λαμπάδες , τις στολιζε ο ίδιος με χάρτινες γιρλάντες, κόκκινες για τα κορίτσια και μπλε για τα αγόρια .

Πιο δίπλα ήταν τα παπουτσίδικα της φτωχολογιάς, του Μπελα και του Χαλικοπουλου , είχαν αραδιασμένα σε όλο το πεζοδρόμιο , παπούτσια ,γαλότσες ,και κρεμασμένα στις λόντζες και στις κολόνες του μαγαζιού ,ντρίλινα παντελόνια και σακάκια ΄΄ τι νούμερο φοράς κμπαρε ΄΄ ρωτούσαν τους πελάτες συνήθως ήταν χωριατες ΄΄ και τους έδιναν το παπούτσι να το δοκιμάσουν στο πεζοδρόμιο , γονάτιζαν και με το δάχτυλο τους έψαχναν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού αν έφτανε στην μύτη του παπουτσιού, ΄΄ μα χαρά είναι μπόλικο με’γεια σου ΄κμπάρε ΄΄ και τα τύλιγαν σε μια εφημερίδα παίρνοντας τα λεφτά χέρι με χέρι .

Πιο κάτω ήταν ο Κουτσούριας, υποδήματα πολυτελείας για ακριβά γούστα ,είχε δυο βιτρίνες μια για άνδρες και αγόρια και μία με γυναικεία και κοριτσίστικα , μαύρα σκαρπίνια για τους άνδρες ,λευκά λουστρίνια για τα αγόρια , τακούνια λουστρίνια για τις γυναίκες και κόκκινα λουστρίνια για τα κοριτσάκια.

Όλοι τότε περίμεναν το Πάσχα για να πάρουν καινούργια καλοκαιρινά παπούτσια , ο κόσμος ήταν στην σειρά ,οι πωλήτριες η Άννα και η Ιφιγένεια δεν προλάβαιναν να δίνουν παπούτσια για δόκιμη ΄΄΄με τις γείες σου και καλοφόρετα ΄΄ έλεγαν δίνοντας τα παπούτσια στο ταμείο που ήταν ο κυρ Νιόνιος , μέχρι το απόγευμα της αναστάσεως δεν υπηρχε παπούτσι στα ράφια , το μαγαζί έμοιαζε λες και είχε πέσει βόμβα.

Στις βιτρίνες του βανδωρου και των άλλων εμπορικών μέχρι και οι κουκλες έμεναν ΄΄ γυμνές ΄΄ όλοι έπρεπε να πάρουν νέα ρούχα για την λαμπρή .

Τα πάντα ήταν μέχρι το απόγευμα στην θέση τους ,τα σπίτια μοσχοβολούσαν από καθαριότητα ,τα χειμωνιάτικα είχαν δώσει την θέση τους στα καλοκαιρινά , στόρια διάφανα στα παράθυρα , σεμεν στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας ,ανοιξιάτικα λουλούδια στο βάζο και ελαφριά κουβερλι στα κρεβάτια . στρωσίδια και χοντρά ρούχα είχαν ποστιαστεί στους γιουκους περιμένοντας τον επόμενο χειμώνα , τα κουλουράκια και τα κόκκινα αυγά στην φρουτιέρα ήταν μεγάλη πρόκληση για τα πιτσιρίκια που περίμεναν πως και πώς την Ανάσταση για να τους βάλουν χέρι .


FexisOritzinale ……. to be continuum

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

συνεχεια ....... Απο του Λαζαρου μεχρι το Πασχα.....


Μια εβδομάδα έμενε μέχρι την μεγάλη γιορτή του Πάσχα.

Μεγάλη δευτέρα , οι νοικοκυρές έτρεχαν και δεν εσωναν ,ένα  γενικό φρεσκάρισμα ήταν αναγκαίο , ο χειμώνας είχε αφήσει παντού τα σημάδια του,  μουχλιασμένοι τοίχοι  και ταβάνια έπρεπε να βαφτούν η να ασπριστούν .

Tο σύνθημα για γενική καθαριότητα είχε  δοθεί ,τα χελιδόνια  είχαν έρθει,  έσκιζαν τον αέρα   με  μεγάλη ταχύτητα μεταφέροντας λάσπη από τα στεγνά πλέον ΄΄ τηγάνια ΄΄  των αλυκών και έφτιαχναν τις φωλιές  τους  ,τα τιτιβίσματα τους γέμιζαν τον  αέρα  και μια  αίσθηση αισιοδοξίας   γέμιζε τις καρδιές των ανθρώπων  , η ημέρα είχε μεγαλώσει ,οι βροχές είχαν σταματήσει και ο ήλιος λαμπερός   ευνοούσε τις  δουλείες , που οι νοικοκυρές ήθελαν να κανουν στα σπίτια   τους .

Νοικοκυριά ολόκληρα ήταν σκορπισμένα  έξω στις αυλές   και στους δρόμους τη γειτονίας ,η εικόνα  θύμιζε  έξωση σε ελληνική ταινία. Κομοδίνα ,  κρεβάτια  , στρώματα  , σομιέ , κατσαρόλες  ,ταψιά, ρούχα, συρτάρια, ντουλάπες ,καρέκλες, τραπέζια ,ακόμα και κανάτια  ήταν  ποστιασμενα το ένα επάνω στο άλλο και τα πιτσιρίκια που είχαν ξεσκολίσει  χοροπηδούσαν  πάνω τους   παίζοντας   , τα κορίτσια ντύνονταν με διάφορα ρούχα που έβρισκαν στα συρτάρια ,νύφες και κυρίες  και τα αγόρια σκαρφάλωναν παντού  παίζοντος κρυφό .

Οι άντρες και τα αγόρια  αναλάβαιναν το βάψιμο του σπιτιού , τα αγόρια σαν βοηθοί που ήταν έκαναν όλα τα θελήματα των μεγάλων ,σε ένα χαρτί  τους έγραφαν  τι χρειάζονταν , πινέλα ,χρώματα ,γυαλόχαρτα ,στόκο  και νέφτι  και  τα παιδιά ξαμολιόνταν στα  χρωματοπωλεία  του Σίδερη και του Καρτάνου που ήταν κοντά στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στο παζάρι , το βάψιμο ξεκινούσε  το μεσημέρι  μετά  την δουλεία που σχολούσαν  οι πατεράδες τους .

Ήταν πολύ  έντονη η μυρωδιά του  νεφτιού  και του στόκου  σε αυτά τα μαγαζιά ,  οι μαγαζάτορες δεν προλάβαιναν να κατεβάζουν κουτια με αποχρώσεις από τα ράφια  και  να φτιάχνουν  τα χρώματα των παραγγελιών  ,ροζ για τα υπνοδωμάτια , τσαγαλι για το πορτ’γο ,  ώχρα για την σαλοτραπεζαρία ,λευκό για τα  μέσα , πόρτες ,κασώματα ,τζαμιλίκια  και πράσινο σκούρο  η γκρι για τις  εξώπορτες και τα παραθυρια , σπάνια πετύχαιναν βέβαια τις αποχρώσεις  μιας και τις έφτιαχναν με το μάτι …  ΄΄ δεν βαριέσαι δεν είναι αυτό που ήθελα  ,αλλά τέλος πάντων   πέρνατο  για να τελειώσουμε , δεν πάει στον διάφορο ΄΄   μουρμούριζαν οι γυναίκες ,όσο  για τις ικανότητες των χρωματοπωλών ένα θεός  μονό ξέρει τι τους έσερναν .

Τα χοντρορουχα και τα στρωσίδια   μούλιαζαν στους ληνούς της γειτονιάς  και  οι πιο  νταρντάνες γυναίκες   ξυπόλητες  με σηκωμένες της φούστες πάνω από το  γόνατο   ξεμπράτσωτες με ανοιχτα τα μεγάλα μπούστα   τα  έπλεναν πατώντας τα  με τις όμορφες και δυνατές  τους γάμπες ΄΄ εμοιαζαν  λες και πατούσαν σταφύλια σε πατητήρι ΄΄ και τα χτυπούσαν δυνατά  με τον κόπανο για πολύ ώρα. Ήταν σωστό πανηγύρι , γέλια ,πειράγματα και ψιλοκουτσομπολιο ΄΄ σιγά μαρη και με ξενύχιασες έλεγε η  πανέμορφη Αθηνά  ΄΄ έτσι θα την πατήσω  και την πεθερά μου ΄΄ της απαντούσε   με νόημα η  τσαχπίνα Τούλα ,  που τα είχε κακά  με την   γριά πεθερά της ,γεμίζοντας τον αέρα με την δυνατή καρκαρίστρα της .

Όταν τέλειωναν το πλύσιμο και τα  άπλωναν στους φράκτες   και στις  λιθιες  ,  η γειτονία γέμιζε  με  λαμπερά χρώματα ,κόκκινες φλοκάτες  πράσινες μαντανιές ,καφέ κουβέρτες ,πολύχρωμα στρωσίδια ένα πάζλ από σχέδια χρώματα  και σχήματα. Στον αέρα πλανιόνταν  ένα άρωμα  πράσινου σαπουνιού  και Δάφνης  από τις πρωινές μπουγάδες  που ήταν απλωμένες στις  αυλές  και στους τοίχους των σπιτιών, κατάλευκες από το λουλάκι  που είχαν βάλει οι νοικοκυρές  στο τελευταίο ξέβγαλμα  .

Η θεια Θέλεσια  περιβολάρισσα με μεγάλη πείρα στο κλάδεμα και στις αντρικές δουλείες  ΄΄ δεν είχε πιάσει ποτε στα χερια της κέντημα,  ή πλέξιμο τα είχε κακά με της γυναικείες συνήθειες  ΄΄,  φορώντας ένα παλιό  αντρικό  ντρίλινο παντελόνι , ΄΄  Πράγμα περίεργο για την εποχή ΄΄    ανεβασμένη πάνω σε μια σκάλα  τελείωνε το κλάδεμα και το κρεβάτωμα στο κλήμα της αλλάζοντας τα παλιά καλάμια με φρέσκα   χοντρά   από το ποτάμι  του  Βάρδα .

΄΄ Φύγε από κάτω από το κλήμα  μωρεεεεε΄΄ φώναζε νευρικά στον εγγονό της  ΄΄ και στάζει τα ζουμιά του  πάνω στα μαλλιά σου  ,θα σου πέσουν τα μαλλιά κακομοίρη μου όταν μεγαλώσεις ΄΄ αυτά που έλεγε τα πίστευε   γιατί εκτός απο περιβολάρισσα  ήταν  ξεματιάστρα  και πρακτική γιατρός  , έφτιαχνε  ξόρκια ,μαντζούνια και καταπλάσματα  ΄΄ είχε σώσει κόσμο και κοσμάκη  ΄΄ όπως έλεγε και η ιδία με καμάρι. 

  Η Στέλλα, η Άννα η ΄΄ βλαχα ΄΄, ο άντρας της ο Βαγγέλης  ,η Λίνα ή  ΄΄ ρεγάντενα ΄΄,  η θεια Ευδοκία  και η θεια Θελεσία που είχε τελειώσει με το κλήμα , είχαν αναλάβει  το καθάρισμα των τοίχων και των λιθιών  της γειτονιάς , με τσαπιά και σκαλιστήρια  ξεχορτάριαζαν τους δρόμους και τις πέτρες  και με ψάθινες σκούπες  σάρωναν τους δρόμους  και τα σοκάκια ΄΄ που  ήταν χωμάτινα ΄΄ , από τα χώματα και τις πέτρες  ΄΄ τους έγλειφαν στην κυριολεξία δεν έβλεπες την παραμικρή πέτρα κάτω  ΄΄.

Σε μεγάλους  παλιούς μαστελους ,είχαν λιωμένο ασβέστη  πηχτό  σαν κρέμα ,  είχε ένα λουλακί  χρώμα   γιατί  είχαν λιώσει μέσα στον ασβέστη    καμία δεκαριά λουλάκια  ΄΄ αυτό το  έκαναν για να πιάνει καλύτερα ο ασβέστης  αλλά   τον   έκανε  και  πιο φωτεινό στον ήλιο, σε στράβωνε τα μεσημέρια του καλοκαιριού όταν τον κοιτούσες στην αντηλιά .

Η θεια Θελεσία αφού  αραίωνε  τον ασβέστη  ,τον σούρωνε καλά σε μια σήτα,   γέμιζε την ψεκαστήρα της  ,την έβαζε στην πλάτη της και ασβέστωνε  τους τοίχους  των σπιτιών ,  η Στέλλα  και ο Βαγγελης  βουτούσαν  την σκούπα  τους μέσα  στον μαστέλο με τον ασβέστη για να τραβήξει  και χτυπώντας την   πάνω στις πέτρες δυνατά ,  άσπριζαν  τις λιθιες από πάνω μέχρι κάτω στο χώμα. Η Άννα η Λίνα  και η Ευδοκία  με τα σκουβλα τους,  άσπριζαν καλλιτεχνικά και με προσοχή  , τα κεφαλόσκαλα  στις  μπασιές των σπιτιών, τα δένδρα και  τις κολώνες  από τα κλήματα στις αυλές ,  αφήνοντας άβαφους  μονό  τους τσιμεντένιους διαδρόμους  που περπατούσαν.

Το βραδύ έπεφτε  σιγά σιγά  οι καμπάνες των εκκλησιών είχαν χτυπήσει  τα σπουργίτια έπαιρναν  την θέση  τους για το βραδύ κάνοντας φασαρία  στα δυο   πεύκα του Ρεγάντου οι λάμπες , στις κολόνες της  γειτονιάς , είχαν ανάψει και φώτιζαν τα σοκάκια , οι νοικοκυρές  έστρωναν τα κρεβάτια πρόχειρα ΄΄  ένα βραδύ είναι   θα περάσει  κ’αυριο μέρα είναι , τουλάχιστο να κοιμηθούμε απόψε και αύριο που θα εχουν στεγνώσει τα χρώματα  βάζουμε τα πράγματα  στην θέση τους  ΄΄ έλεγαν  μεταξύ τους και σκέπαζαν τα πράγμα που είχαν μείνει στις αυλές να μην τα πιάσει η υγρασία το βραδύ .

Στην γκαζιέρα κάτω στο πάτωμα πάνω σε στρωμένες εφημερίδες σε μια κατσαρόλα  έβραζαν μακαρόνια,  η Αθηνά αποκαμωμένη  από την κούραση της ημέρας  ετοίμαζε  το φαγητό της βραδιάς  καθαρίζοντας  σκόρδα  ΄΄ μακαρόνια με σκόρδο εχει απόψε Σπύρο ΄΄,  είπε στον άντρα της που έβγαζε  με νέφτι από τα χερια του και το πρόσωπο του  τα χρώματα. Στο δωμάτιο  υπηρχε μονό ένα  τραπέζι και τεσσάρες καρέκλες τα δυο πιτσιρίκια  της περίμεναν νυσταγμένα να φάνε  με το πιρούνι στο χέρι και το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι  κοιτώντας το ένα το άλλο αμίλητα.



     FexisOritzinale ……. to be continuum

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011



 ΑΠΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (συνεχεια )

     Σάββατο του Λαζάρου παραμονή των  βαΐων, πλησίαζε  μεσημέρι , ο κόσμος  στο παζαρι έτρεχε να κάνει τα ψώνια του για το γιορτινό τραπέζι, όλοι αγόραζαν ψάρια,  σαρακοστιανά και παστό μπακαλιάρο ,όπως  η παράδοση όριζε , στο γιορτινό τραπέζι  η σκορδαλιά και ο μπακαλιάρος  είχαν την πρώτη θέση  .

Τα κρεοπωλεία  δεν είχαν κρεμασμένα στα τσιγκέλια τους  κρέατα, τα χατζάρια δεν έκοβαν ουτε  ένα κιλό κρέας , μεγάλη αμαρτία  να αρτύζετε κάποιος  την σαρακοστή  ,από την καθαρή δευτέρα  μέχρι και το Πάσχα τα μαγαζιά αυτά σταματούσαν να δουλεύουν,  οι χασάπηδες  για σαράντα μέρες δεν δούλευαν.
Το μοναδικό που έκαναν ο χασάπηδες  ήταν να πίνουν  το καφεδάκι  τους το πρωί  και μετά  χτυπούσαν  κανένα ουζάκι   τρώγοντας…΄΄ στο τζάμπα  βέβαια ΄΄  καποσάντες  και  χάβαρα    με λεμόνι  ,μιας και  οι ψαραδες  που ήταν φίλοι τους τα  πουλούσαν έξω από τα μαγαζιά τους και τα τύλιγαν με τα χασαπόχαρτα τους ,     έτσι περίμεναν τους πελατες τους    να   παραγγειλουν  ζωντανά αρνιά και κατσίκια  για το Πάσχα , που θα σφάζονταν στα  σπίτια τους  το μεγαλο Σαββάτο από τους σφάχτες ,όπως το έθιμο όριζε .

΄΄ Κάτσε κμπάρε να πιεις ένα ουζάκι και τ χρον νάσε καλά  ΄΄ καλούσαν  τους περαστικούς υποψηφίους πελατες  τους στο τραπέζι τους  και έτσι αρχιζαν το αλισβερίσι.  

Τα γαλακτοπωλεία και αυτά  με την σειρά τους  δεν έφτιαχναν γιαούρτες  και δεν πουλούσαν γάλα και τυρί κατά την διάρκεια  της σαρακοστής

Τα μπακάλικα  είχαν αραδιασμένα   σε πρόχειρους ξύλινους  πάγκους έξω στο πεζοδρόμιο  όλα τα σαρακοστιανά τους καλούδια ,στα μπακάλικα του  μπάρμπα  Θωμά του ΄΄ Ιώβ ΄΄  και του ΄΄ Βασιλικιά ΄΄ .
 Μπαστούνια  χαλβάδες  το ένα πάνω στο άλλο και δίπλα τους  ένας ξύλινος τάκος με ένα τεράστιο μαχαίρι για να  κόβουν ,και πιο δίπλα λαδόκολλες  και  παλιές εφημερίδες  που τις αγόραζαν με το κιλό ,για να τυλίξουν το  ΄΄ψώνι ΄΄ .
΄΄  Όλυμπος  ΄΄ ήταν ο καλύτερος  χαλβάς της εποχής  … σκέτος  με κακάο με σοκολάτα με φουντούκι και πιο ακριβός με  αμύγδαλα. Κουτιά ανοιχτά με ταραμά και μέσα τους μια ξύλινη κουτάλα για να τον κενώνουν στο χαρτί, ντενεκέδες με πιπεριές στην αλμύρα,  τουρσί και ελιές,  θρούμπες ,σπαστές, με αλάτι και ρίγανη και ελιές καλαμών.           

Μανάβικα εκείνη  την εποχή δεν υπήρχαν πολλά, κάνα δυο ήταν και πουλούσαν λιγοστά πράγματα από το περιβόλι του μπάρμπα Βαγγελη           του ΄΄ καλόγερου  ΄΄ ,της θεια Θελεσίας  και του Μπέλα  , τα λαχανικά και τα φρούτα έβγαιναν  στην αγορά ακριβώς στην  εποχή τους και έτσι οι περιβολαρεοι τα πουλούσαν μόνοι τους  με τα φορτωμένα  γαϊδούρια τους ,στις γειτονιές  της πόλης αλλά και στο παζάρι .

Από τα ξημερώματα  οι πλανόδιοι  μανάβηδες διαλαλούσαν  με τις  βροντερές τους φωνές  τα εμπορεύματα τους .

Οι πιο δημοφιλείς  ο μπάρμπα Θοδωρής ο Κατσινάς  και ο μπάρμπα Κώστας  αδέλφια.
Ηταν περιβολαρεοι που ζούσαν και καλλιεργούσαν  τα αγαθά τους στο Καλλιγονι  .   Αν και αδέλφια  ήταν δυο χαρακτήρες  εντελώς   διαφορετικοί.  Ο μπάρμπα  Θοδωρής   είχε μέτριο  ανάστημα  ,  φορούσε τραγιάσκα , είχε  βραχνή  φωνή  και ένα τεράστιο   μουστάκι στολιζε το πρόσωπο του, πάντα   το έστριβε με καμάρι όταν μιλούσε,    ήταν     πλακατζης και πάντα πετούσε πονηρές σπόντες για να γελάσουν   , ήξερε όλα  τα νιτερέσα  από τις πελάτισσες του ήταν όμως πονόψυχος και  χουβαρντάς  , ειδικά στα πέζα , πάντα έκανε μόνος του σκόντο σε αυτούς που δεν είχαν  στον ήλιο μοίρα, πολλές φόρες τους  τα χάριζε κιόλας…δεν βαριέσαι… έλεγε …υπάρχει και θεός .  .   Ο μπάρμπα Κώστας  ήταν πανύψηλος  , σοβαρός, μελιστάλαχτος και λιγάκι σφιχτός , είχε λίγες κουβέντες με τις πελάτισσες  μιλούσε πάντα  μαζί τους  για την εκκλησία και τον θεό, ίσως  γιατί ήταν ΄΄ αριστερός ΄΄ ψάλτης στην εκκλησία των αγίων Αναργύρων  ,είχε  πολύ δυνατή φωνή και καμάρωνε για αυτή αν  και  ήταν  λιγάκι φάλτσα  ,    όταν όμως διαλαλούσε τα εμπορεύματα του ακουγόταν από την πάνω γειτονία, ίσως η μοναδική φωνή που σκέπαζε σε ένταση την φωνή του, ήταν η φωνή του γαιδάρου του, που μετέφερε  τις τεράστιες βαριές  κόφες και καλάθια με μεγάλη υπομονή   ανταποκρινόμενος σε όλα τα παραγγέλματα του αφεντικού του .που τον τραβούσε συνέχεια με  το σχοινί .

Αααααααααααααα που να σου’μπ ο διάολος μέσα σου   προχ’ρει… έβριζε κάθε φορά που ο γάιδαρος   σταματούσε   στις ληθιές  να τσιμπήσει κανα τρυφερό φυλλαράκι.

΄΄ έλα έλα έλα οι καλές πατάτες ΄΄… ΄΄ νκοκυρές  τρέξτε   προλάβετε  καλές παλιές  πατάτες   για σκορδαλιά  φώναζε ο μπάρμπα  Θοδωρής

 Φώναζε και διαλαλούσε  τις πατάτες   γιατί η γιορτή  του Ευαγγελισμού που είχε προηγηθεί  είχε δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα στις νοικοκυρές ,  οι περιβολαρεοι  είχαν φυτέψει τις πατάτες που είχαν φυλάξει για σπόρο  στα χωράφια τους και οι λίγες που είχαν περισσέψει δεν έφταναν  για όλους.
 Για μα καλή Λευκαδίτικη σκορδαλιά  όμως εκτός από τις καλές πατάτες  χρειάζονταν , καλα σκόρδα και ξύδι .

 ΄Έλα έλα  έλα  τα καλα σκόρδα και  το καλό  ξύδι ΄΄ φώναζε ο Κώστας απο τα Πλατύστομα στο παζάρι και στις  γειτονιές .Στον λαιμό του και στο ένα μπράτσο του είχε  πλέχτρες με σκόρδα κρεμασμένες και στο άλλο  του χέρι του μια  μεγάλη νταμιτζάνα , ΄΄ήταν γυάλινη με  πλεχτή ψάθα  για προστασία ΄΄, γεμάτη με ξύδι ,ένα τσίγκινο καρτούτσο και μια μπίρια.

Περνούσε  όλες τις γειτονιές   με τα πόδια  φορτωμένος,  ήταν περίπου καμία τριανταπενταριά  χρονών,  μέτριο ανάστημα  ,μαύρα κατσαρά μαλλιά, κολλημένα από την απλυσιά ,στο πρόσωπο του ο χρόνος είχε γράψει τα πάντα από την δύσκολη ζωή του , το βλέμμα του  ήταν  αστραπή  αλλά αυτός το έπαιζε  λιγάκι χαζούλης  ,ήταν    πολύ φτωχός  τα ρούχα του είχαν πολλά μπαλώματα  και τα παπούτσια του τρύπια ,  όλη την μέρα  γυρνούσε  από πόρτα σε πόρτα  και  φώναζε στις γειτονιές  με την παράξενη ψευδή φωνή του , ΄΄ έχω καλα  σκόρδα  και καλό ξύδι ΄΄ ,οι νοικοκυρές  έβγαιναν  στο δρόμο για να αγοράσουν σκόρδα  και ξύδι κρατώντας η κάθε μια και από ένα μπουκάλι γυάλινο  .

 ΄΄Να…  το δοκιμάσω   αν είναι καλό Μαρέ  ΄΄ τον ρώτησε  η θεια Γιάννα   ΄΄ ναι θειά  να το δοκιμάσεις ΄΄ είπε ο Κώστας  και της έριξε λιγάκι στην χούφτα ΄΄ μμμμμμμμμμμμμμμμ ωραία μυρίζει μωρέ ξεπατωμένο  ΄΄ είπε η θειά Γιάννα και το έβαλε στο στόμα της  ΄΄ καλό είναι  ΄΄ και στράβωσε τα μούτρα της  από την αψάδα   … ΄΄ βαλε μου ένα καρτούτσο ΄΄ του είπε  δίνοντας του  το μπουκάλι  που είχε φέρει μαζί της  για να της το γεμίσει .

Στις εκκλησιές της  πόλης   άνεμος δημιουργίας,  γυναίκες και κορίτσια  έφτιαχναν με μεράκι  τα βάγια που θα μοίραζε  ο  παπάς στους ενορίτες στο τελος της λειτουργίας   , οι δάφνες που είχε  φέρει  ο Νικολός από το κτήμα  του Μαχαιρά  , τα ανθισμένα φασκόμηλα  και τα δενδρολίβανα  σχημάτιζαν ένα βουνό  στον κήπο της εκκλησίας του αγίου Νικολάου , η  λεπτή μυρωδιά  της δάφνης  που αναμειγνύονταν με το   δυνατό άρωμα του φασκόμηλου  και του δενδρολίβανου αρωμάτιζε τον αέρα , μυρωδιά που είχε την δύναμη να μεταφέρει  τον πρέπων σεβασμό και κατάνυξη σε όσους   έφτιαχναν  βάγια ,όλοι μιλούσαν χαμηλά και ευγενικά .

Λευκές καρδιές από φύλλα φοίνικα ανοιγε  με προσοχή ο Σπύρος που ήταν ο  νεωκόρος  του αγίου Νικολάου ,η μάνα του η θεια Σταμάτα  εκοβε δάφνες  και δενδρολίβανα με μια ψαλίδα σε μικρά κομμάτια  και  η κυρα Πόπη έφτιαχνε ματσάκια  το φασκόμηλο .Η κυρα Γεωργία η Σκιαδού  επειδή είχε στην αγορά μαγαζί με κεριά  , κορδέλες και ζαχαράτα και έφτιαχνε δάφνινα στεφάνια και δίσκους για μνημόσυνα και ο άνδρας της ο κυρ Μήτσος ήταν επίτροπος  πολλά χρόνια στο άγιο Νικόλα , είχε την ευθύνη σαν πιο έμπειρη της δημιουργίας των βαγιών.  

  ΄΄ Έλα πάρτε τα χερια σας ΄΄ έλεγε με στόμφο σουφρώνοντας τα χείλη της και γουρλώνοντας τα γαλάζια  μάτια της που φαίνονταν πιο μεγάλα πίσω από τα  χοντρά τζάμια των γυαλιών της    ΄΄ έχουμε φτιάξει  εκατό κομμάτια και χρειαζόμαστε  αλλά τετρακόσια μην χασομεράτε ΄΄.

 Ήταν πολύ ομορφη εικόνα ,   οι μύτες από τα φύλλα του φοίνικα που είχαν ένα κίτρινο λαχανί  χρώμα  προεξείχαν πάνω από τις μεγάλες ψαράδικες κόφες, εμοιαζαν λες και   ξεφύτρωναν μέσα σε ένα κήπο που είχε  για χρώματα του  το σκούρο πράσινο της δάφνης, το μωβ του φασκόμηλου και  το ασημένιο του δενδρολίβανου   ,έτσι  εμοιαζαν τα βάγια    που μοσχοβολούσαν  τοποθετημένα με τάξη το ένα διπλά στο άλλο   δεμένα σε μάτσο σφιχτά με  άσπρο σπάγκο.

Μια ,δυο ,τρεις………δέκα … μέτρησε η κυρα Γεωργία της κόφες η κάθε μια χωρούσε από πενήντα κομμάτια  …και του χρόνου να στε καλα … είπε στις κοπέλες ευχαριστώντας για τον κόπο που έκαναν .
  

΄΄Νταν νταν νταν νταν ΄΄ χτυπούσαν η καμπάνες  των εκκλησιών το πρωί στην πολη τα Λευκάδας  ΄΄ θα αργήσουμε  και δεν θα βρούμε  στασίδι  σήμερα  στην εκκλησία και θα εχει  πολύ κόσμο ΄΄ είπε   η κυρα Νιόνιο στην  νύφη της  που  έφτιαχνε τα μαλλιά της στον καθρέφτη  που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της τραπεζαρίας , ΄΄ μισό λεφτό ακόμα μάνα και φύγαμε, τελειώνω ΄΄ είπε και κάρφωσε την τσατσάρα  πάνω στο σκούβλο των ρούχων που ήταν στο τραπέζι κάτω από τον καθρέφτη.
΄΄ Πάμε μαρή… και νύχτωσε  είπε η θειά Νιόνιο  και βγηκε πρώτη την ξώπορτα  του σπιτιού  που περίμενε  ο άντρας της ο μπάρμπα Γιώργος  μαζί με τον γιο της τον Άγγελο  και τα δυο εγγόνια της , στην γειτονία   είχαν βάλει  όλοι τα καθαρά τους   για να πάνε στην εκκλησία , μπροστα πήγαιναν  τα πιτσιρίκια  χέρι , χέρι και πίσω οι γονείς, χρόνια πολλά έλεγαν ο ένας στον άλλο οι γείτονας που συναντιόνταν πηγαίνοντας στην εκκλησία της ενορίας τους  .
Όλες οι εκκλησιές  ήταν κατάμεστες , μπροστα στο ιερό δίπλα στους ψάλτες  ήταν οι άνδρες και τα αγόρια πίσω στα στασίδια και στον γυναικωνίτη οι γυναίκες και τα κορίτσια .
 Δη ευχών   των αγίων………αμήν … χρόνια σας πολλά  και του χρόνου ….  είπε ο παπάς  και άρχιζε να μοιράζει μπροστα στην ωραία πύλη αντίδωρο και βάγια, σε λίγο όλοι οι δρόμοι στην  πολη ήταν γεμάτοι  από κόσμο που κρατούσε βάγια .οι ευχές έδιναν και έπαιρναν,  τα πιτσιρίκια ξετιμώναν τα βάγια και παραπερνούσαν  στο πια εκκλησία είχε φτιάξει τα καλύτερα .
Η θεια Γιάννα , μόλις μπήκε στο σπίτι  πήγε κατευθείαν στο εικονοστάσι στην κρεβατοκάμαρα της  άναψε το καντήλι  και έβαλε τα βάγια  πάνω στα εικονίσματα   , έκανε το σταυρό της τρεις φόρες …..αχ Χριστούλι μου νάμαστε και του χρόνου καλα ΄΄ …είπε και επήγε στην τραπεζαρία που ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια στο γιορτινό τραπέζι ….κάτσε μάνα , της είπε η νύφη της ,έχω κενώσει …..τα πιάτα ήταν κατσούλα ,γεμάτα  μέχρι τα μπούνια με σκορδαλιά και στην μέση του τραπεζιού  ήταν  μια μεγάλη πιατέλα με τηγανιτά ψάρια  και μια άλλη με τηγανιτό μπακαλιάρο…άντε και του χρόνου…είπε και πείρε την πρώτη κουταλιά για να δοκιμάσει την σκορδαλιά που είχε φτιάξει  με τα χερια της ….μια χαρά είναι είπε  καταπίνοντας την ΄... ναι …είπαν όλοι  μπουκωμένοι …γεια στα χερια σου  και του χρόνου να είσαι καλα να ξαναφτιάξεις  μάνα… είπε η νύφη της.
Ξαφνικά η θεια Γιάννα  σταμάτησε να μασά και άφησε κάτω το πιρούνι  ,κοίταξε την νύφη της  στα μάτια  για λίγο και μετά όλους τους άλλους  γύρο της .
Τι έγινε μάνα… την ρώτησε η νύφη της παραξενεμένη  συμβαίνει κάτι;

Έλα σήκω Γιώργο …είπε στον μικρό εγγονό της …. άσε το φαί και έλα εδώ έλα κοντά μου…και πήγαν μαζί μέσα στην κουζίνα.
Έμειναν όλοι στο τραπέζι με τα πιρούνια στο στόμα  και κοιτούσαν προς την κουζίνα με  απορία .
Σε λιγάκι βγηκε ο μικρός Γιώργος κρατώντας  στο χέρι του εν πιάτο τυλιγμένο σε μια μπόλια ,…. να πας γρήγορα και να γυρίσεις και να μην ξεχάσεις να πάρεις πίσω την μπόλια…. του είπε .
Ο μικρός έφυγε τρέχοντας   και η θεια Γιάννα  έκατσε πάλι στην καρέκλα της , πείρε το πιρούνι της άρχισε ξανά  να τρωει ,…τι έγινε …την ρώτησαν όλοι μαζί  ….τίποτα … απάντησε αυτή κοιτάζοντας συνέχεια μέσα στο πιάτο της ..τι τίποτα ;…την ρώτησε ο μπάρμπα Γιώργος …
που έστειλες το παιδι  με το πιάτο;…δεν μου κατέβαινε η μπουκιά  μωρέ νοικοκύρη,  όταν σκέφτηκα τον μπάρμπα  Μήτσο το κακομοίρη , χωρίς την συγχωρεμένη την Κοντίλο , μοναχό του σημερα  πρώτη φορά  στην ζωή του ,χρονιάρα μέρα,  χωρίς ένα πιάτο φαί   στο τραπέζι του  και του έστειλα ένα πιάτο σκορδαλιά και λίγα ψαράκια ……   χρονιάρα  μέρα  είναι , ο θεός μας βλέπει από εκεί ψηλά.
Όλοι συνέχισαν το φαί τους έχοντας στα χείλη τους ένα χαμόγελο ευτυχίας   ……….. σε λιγάκι γύρισε  και ο Γιώργος …..εντάξει ;…τον ρώτησαν όλοι μαζί …ναι έφερα και την πετσέτα πίσω  γιαγια … έλα κάτσε να φας το φαί σου  … του είπε δίνοντας του  ένα φιλί στο  κατακόκκινο μάγουλο  του .

Fexisoritzinale    …………to be continuum

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

                                 Σαβόρο   Λευκαδίτικο
                                                                                Συνταγή από την γειτονία της Αγίας Κάρας



Σημείωση    .        Πρώτα Αγοράζουμε μια καλή γιαλωμενη   πήλινη τζαρα ( μικρό πιθάρι)με καπάκι .




 Διαλέγουμε  φρέσκα  μικρά ψάρια, (λιανόματα )  για τηγάνι, ( γοβιούς αυγομένους  – μαρίδες αυγομένες- ζαργάνες –σπαράκια –χέλια –μπαρμπουνάκια) είναι καλό να έχουμε  μεγάλη ποικιλία ψαριών χαρίζουν πιο καλή γεύση  .

Αφού τα καθαρίσουμε τα αλατίζουμε και τα αφήνουμε  στο σουρωτήρι να τα πιάσει το αλάτι  περίπου μια ώρα .

Καθαρίζουμε  ένα κεφάλι σκόρδα  ξερικά  και τα ψιλοκόβουμε .

Ένα ποτήρι του κρασιού  ξύδι  αψύ λευκό.

Σταφίδες  μαύρες  καλές δυο χούφτες .
 
Δυο κλωνάρια δενδρολίβανο .

Βάζουμε το τηγάνι  στην φωτιά (καλό είναι το τηγάνισα να γίνει σε πετρογκαζ ) βάζουμε αρκετό λαδί καλής ποιότητας για να μην ξεροκαούν τα ψαριά  και το αφήνουμε  να κάψει καλα .
Αλευρώνουμε  καλα τα ψάρια με σκληρό αλεύρι και τα τηγανίζουμε καλά γυρνώντας τα  πολλές φορές  μέχρι να πάρουν χρυσό χρώμα .
Κάθε τηγανιά που βγάζουμε με προσοχή την ποστιάζουμε στην τζαρα, συνεχίζουμε το ποστιασμα (στρώσεις ) μέχρι και την τελευταία τηγανιά ( προσέχουμε το λάδι να μην είναι πιο λίγο από την αρχική ποσότητα συμπληρώνοντας το κατά διαστήματα )   .
Χαμηλώνουμε λιγάκι την φωτιά και ρίχνουμε  μέσα  στο λάδι τα σκόρδα και τα καβουρδίζουμε απαλά μέχρι να ξανθύνουν , αμέσως μετά ρίχνουμε τις σταφίδες το δενδρολίβανο (χωρίς τα ξύλα ) και τα αφήνουμε για δυο λεπτά να ψηθούν  και μετά ρίχνουμε το ξύδι  , ανακατεύουμε με μια ξύλινη  κουτάλα κανα δυο φόρες και μόλις φύγει ο αφρός  από το ξύδι σβήνουμε την φωτιά και αφήνουμε το μείγμα   πέντε λεπτά λιγάκι να κρυώσει , και μετά το χύνουμε πάνω απο τα τηγανισμένα ψάρια που έχουμε  ποστιάσει στην τζαρα .
Αυτό το επαναλαμβάναμε  συνέχεια  κάθε μέρα  ή κάθε δεύτερη (την ίδια συνταγή)  μέχρι να γεμίσει εντελώς  η τζαρα 
Την σκεπάζουμε με το καπάκι της  και την αφήνουμε  σε δροσερό μέρος  να σιτέψει ο σαβόρος  δυο εβδομάδες ,μετά από τις δυο εβδομάδες βγάζουμε τα ψάρια  ένα  ένα με προσοχή και τα σερβίρουμε  σε πιάτο  τα περιχύνουμε από πάνω με τις σταφίδες και το λάδι  μαζί με παλιό μαύρο ψωμί ( ψωμί δυο ημερών )  και  με ουζάκι.   
                                                       Καλή σας Όρεξη
( Η συνταγή  αυτή είναι αυθεντική  όπως την έκανε  η νόνα μου  και οι γειτόνισσες  στην άγια κάρα στον μόλο της Λευκάδας  )

     FexisOritzinale …….
            

  Από του Λαζάρου μέχρι την δευτέρα του Πάσχα
 Μια βόλτα στο παρελθόν με  τον Πανο Φέξη.
Η ιστορία  θα δημοσιεύεται  σε συνέχειες στο fexisoritzinale μαζί με συνταγές  λευκαδίτικων φαγητών που αναφέρονται στο κείμενο….fexis    


  Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος  με δώδεκα αποστόλους …δώς μας κυρά το δίκορκο να πάμε και παρέκει  να μην μας φάει ο σκύλος σου  και βρούμε  μεγάλο ντέρτι, χρόνια πολλά, είπαν τα γειτονόπουλα  δυνατά. Και του χρόνου νάστε καλά, είπε  καλοσυνάτα  η θεια Νιόνια βάζοντας  μέσα στο  ανθοστολισμένο καλάθι του Λαζάρου  δυο αυγά άβαφα και  δυο δραχμές.
Το καλάθι του Λαζάρου   τα παιδιά   το είχαν  στολίσει από την προηγούμενη  βραδιά με λευκούς κρίνους, με κίτρινες και μωβ βιολέτες,  δενδρολίβανο και κρινάκια  που είχαν κλέψει από τους κήπους της γειτονιάς και από τις σούδες στα χωράφια  του μπάρμπα Βαγγελη  του  Καλόγερου στις Αλυκές.  Το κρατούσαν ο ένας  από την μεριά  και ο άλλος από την άλλη και γύριζαν τα σπίτια της γειτονιάς  από τα ξημερώματα μόλις ο ήλιος έριξε την πρώτη του αχτίδα στις σκεπές .
            Στον Μόλο  μόλις είχαν έρθει οι ψαράδες  και άραζαν  τα πρώτα πριάρια. Κόφες γεμάτες με σπαρταριστή  φρέσκια γαρίδα πιασμένη  με τους βολκούς, που είχαν βάλει απο βραδύς  στις  μπούκες του ιβαριού  και των  πάνω αλυκών, μεγάλες πίνες  βγαλμένες με πινολόγο από τον τράχαλο της Λυγιάς, «μια οργιά η μία είναι», μαύρους αυγομένους  αχινιούς, μαύρους πετροπάγουρες, χταπόδια και σουπιές .
 Κάτω από τα πανέλια των πριαριών υπήρχαν ψάρια -μαγιατσελιά  τα έλεγαν οι ψαραδες, μικρά ψάρια για τηγάνι-, γουβιοί, σπάροι, ζαργάνες, χέλια και μπαρμπούνια. Αυτά, μιας και οι Λευκαδίτες τότε κρατούσαν αυστηρά την  Σαρακοστή και μάλιστα τις Τετάρτες και τις Παρασκευές δεν έτρωγαν ούτε λάδι, οι νοικοκυρές τα έφτιαχναν σαβόρο  και τον φύλαγαν  σε πήλινα πιθάρια  σαράντα μέρες  για να σιτέψει  και τον φίλευαν σε μικρό πιάτο  τα μεσημέρια στις αυλές  κάτω από τις κληματαριές  μαζί με ούζο πριν το φαγητό.  
Ο μπάρμπα Μουστακλής, ο καφετζής, δεν προλάβαινε  να φτιάχνει και να σερβίρει καφέδες  στους ψαραδες. Κμπάρε ένα γλυκύ βραστό, φώναξε ο Καψάλης. Μουστακλή φτιάξε μου και μένα ένα τσάι με δυο παξιμάδια, παρήγγειλε  ο Μητσέας με  τσιριχτή φωνή  που έβγαινε  από την μύτη. Ένα βαρύ γλυκό και όχι, παρήγγειλε μουρμουριστά  ο μπάρμπα Αντώνης  ο Κοτσόρης,  πάντα λιγομίλητος  και μπάσος .
 
Εν τω μεταξύ οι γυναίκες και τα παιδιά  των ψαράδων  είχαν έρθει  στο Μόλο  και   βοηθούσαν μέχρι να πιουν  οι δικοί τους  τους καφέδες, φορτώνοντας σε κάρα κόφες, τελάρα, ταψιά ,μαχαίρια και πέζα  για να τα πάνε  στα πόστα  που είχαν, στο Παζάρι ,τον Μαρκά και στον Άγιο Μηνά  για  να τα πουλήσουν.

 -Έλα! Έλα!  Έλα!  Γαρίδα σερνει κάρο, φώναζε  δυνατά  ο Καψάλης   στην γωνιά της εκκλησίας  του Παντοκράτορα,  θέλοντας έτσι να δείξει  ότι  η γαρίδα  του  ήταν τόσο μεγάλη που έσερνε κάρο  και ανακάτευε  τη γαρίδα,  που χοροπηδούσε  μέσα στην κόφα, απαλά με την παλάμη του .

 «Εχει και πίνες  μεγάλες!. Εδώ οι καλές πίνες!» φώναζε ο Άγγελος  στον Άγιο Μηνά.   Σπάζοντας με ένα μεγάλο μαχαίρι την κάτω άκρη τους, ανοιγε  στην μέση τις πίνες  για να βγάλει το φαϊ τους, που το εριχνε μέσα σε ένα μεγάλο ταψί. Πόσο πάει η μία,  τον ρωτούσαν. Ένα δίφραγκο η μία,  πόσες να βάλω, απαντούσε  φτιάχνοντας  ταυτόχρονα  ένα  μεγάλο χάρτινο  χωνί από χασαπόχαρτο.  Ήταν το αγαπημένο φαγητό των Λευκαδιτών.  Τις έκαναν τηγανιτές  η πιλάφι με ρυζάκι, φρέσκο σκόρδο, μάραθο και λεμονάκι  .
 «Εδώ τα καλα χάβαρα  και  οι καποσάντες!», φώναζε ο Ράκιας  στη γωνία  του Αγίου Νικολάου,  ενώ η γυναίκα του  η κυρα Κατερίνα, ακουμπισμένη  στο κάρο, δίπλα στα πέζα, εκοβε  λεμόνια, έριχνε  σταγόνες λεμονιού  στους ανοιχτούς καποσάντες   που ανοιγόκλειναν, για να δείξει ότι είναι φρέσκοι στους πελάτες .Όσο ο Ράκιας  ζύγιζε  τους καποσάντες,  κάθε πελάτης έτρωγε από δυο-τρεις, πολλές φορές και δέκα .

Στο άλλο στενό του Άϊ Νικολάου  ήταν το πόστο του Άγγελου του Μπολσεβίκου. Σήμα κατατεθέν του ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο αυτί. .Αυτός πουλούσε,  μαζί με την γυναίκα του την κυρα Ντινα, μύδια και αχινιούς. Εχουν αυγό μέσα, τον ρωτούσαν οι πελάτες για τους αχινιούς και αυτός τους απαντούσε  γελώντας «άαααααα κμπάρε,  ο αχινιός  ξέρεις τι λεει;  Αν δεν βρεις το αυγό μου φάε το σκατό μου»  και έκλεινε πονηρά το μάτι  δείχνοντας  του την κυρα Ντίνα στην γωνία. Κα κα κα κα τα γελια  οι πελάτες και ο Μπολσεβίκος ζύγιζε.

Χιλιάδες  οι μυρωδιές και  τα χρώματα .H αγορά   θύμιζε  ένα ανθρώπινο μελίσσι από  το πρωί που  άδειαζαν τα καΐκια  τους επιβάτες  τους, τα  στενά  του Μόλου που έβγαζαν στην αγορά  και στην  πλατεία   γέμιζαν από φωνές,  κότολα  , τραγιάσκες , σακούλια και καλάθια.

Το ίδιο συνέβαινε και στον Άγιο Μηνά, που ήταν το ΚΤΕΛ. Τα λεωφορεία έφταναν  από τα χωριά  με γεμάτες τις σκάρες τους  με κόφες και καλάθια. Ο Ζάβιας έδινε μάχη μέχρι να τα ξεφορτώσει  και  να πάρει το φιλοδώρημα του.   Ένα νέο ανθρώπινο  ποτάμι ξεχύνονταν  προς   στο παζάρι  που ξεκινούσε από το ρολόϊ  του Αγίου Μηνά  και τελείωνε στην πλατεία,  που ήταν οι τράπεζες  Εθνική και Αγροτική.

Άνθρωποι  όλων των ηλικιών  την ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα. Αυτοί που είχαν έρθει με τα καΐκια  από  Μεγανήσι, Νυδρί, Βλυχό, Βασιλική, Ζαβέρδα, Κάλαμο, Μύτικα, έτρεχαν βιαστικοί  να  κάνουν τα ψώνια τους  για  να προλάβουν τα καΐκια των  συγκοινωνιών, που έλυναν κάβο στις δυο το μεσημέρι από τον Μόλο μπροστά από το καφενείο της θεια Ζαχαρένιας  αλλά  και  αυτοι που είχαν έρθει από τα ορεινά και έξω από αυλάκι έτρεχαν  να προλάβουν  τα λεωφορεία  για τα χωριά τους.  Τότε  η Λευκάδα ήταν το κέντρο του εμπορίου, τόσο του νησιού όσο και των γύρω περιοχών  της Αιτωλοακαρνανίας .  

Όταν έστριβες από το περίπτερο του μπάρμπα Μητσου στην εκκλησία του αγίου Μηνά  και έμπαινες στο παζάρι, ένας άλλος κόσμος ξετυλίγονταν μπροστά σου

Άνθρωποι, κάρα  ,σακούλια , κούτες ,εμπορεύματα, μυρωδιές, χαιρετούρες, ευχές, χειραψίες, αγκαλιάσματα  ,και  χρώματα χιλιάδες,  ένα ατελείωτο  βουητό από φωνές και  ήχους  που θύμιζαν ανατολίτικο παζάρι .

Στα σιδεράδικα τα δυνατά  και ασταμάτητα  χτυπήματα των σφυριών στο αμόνι   γέμιζαν   τον αέρα. Με δυο χτυπήματα  στο ζεστό σίδερο και ένα χτύπημα στο αμόνι,  έδιναν  σχήματα  σε  τσαπιά   και  σε τσεκούρια οι σιδεράδες,  που δούλευαν στον Κομμεντινό.
 
 Σε αυτή την συναυλία των ήχων έπαιρναν μέρος και οι λατινιεριδες,  ο Μπαμπακάλης  και οι  αδελφοί Αυγουστίνοι,  που χτυπούσαν  με τα ξύλινα σφυριά τους τον τσίγκο  για να φτιάξουν  μαστέλους, μπανιέρες ,σκάφες και σκαφίδια,  λυχνάρια και ποτιστήρια.

Λίγα μετρά πιο κάτω, στο βαρελοποιείο, έπαιρναν μέρος σε αυτή την συναυλία  τα ξύλινα.  Εδώ, ο Σπύρος ο Αλιάδας με την πλανια του  έξυνε   ρυθμικά τις  ταβλες   κάνοντας  αυλάκια για να φτιάξει τις  περίφημες  ξύλινες πλυτόταβλες για τους  μαστέλους και τις σκάφες που πουλούσε στις κυράδες  για να πλένουν τα ρούχα τους. Και πλάι  του  ο αδελφός του,  χτυπώντας  και αυτός  ρυθμικά με  ένα μεγάλο σφυρί  τον συμπά, περνούσε  μεταλλικά στεφάνια και κλείδωνε  βαρέλια  και μαστέλους .
 
 «Στην πάντα λερώνει ….έλα  Σούζιιιιιιιιιιιι!!!»  φώναζε δυνατά   ο μπάρμπα Γεράσιμος ο Ταγέγος  σπρώχνοντας το κάρο του για να μεριάσει ο κόσμος

Ο Ανδρέας  ο Όπερας  όμως  ήταν καλλιτέχνης  καροτσέρης,  την φωνή του  όμως δεν την χρειάζονταν  για να φωνάζει δυνατά  να μεριάσει  ο κόσμος. Έτσι και αλλιώς το κάρο του είχε μεταλλικές ρόδες που  έκαναν  μεγάλο θόρυβο. Τη φωνή τη χρειάζονταν  για να τραγουδά  όπερα καθώς οδηγούσε το κάρο του, εξ ου και το παρατσούκλι του .

  Μέσα σε αυτή την βοή  και οι  φωνές των εφημεριδοπώληδων. «Εφημερίδες ,λαϊκά λαχεία. πολλά εκατομμύρια, το νέο Ντομινό, η νέα Βεντέτα, το νέο Ρομάντζο» φώναζαν βροντερά  τόσο ο Νίκος ο Γεραρδής  όσο και ο Σπύρος ο Παξινός    που όργωναν το παζάρι επάνω κάτω ασταμάτητα.

 Τα δυο αδέλφια ο Θανάσης και ο Ανδρέας Πολυχρονόπουλος μεγάλοι  δερματέμποροι  της εποχής  ήταν ίσως από τους λίγους  που δεν έτρεχαν.  Έπιναν το καφεδάκι τους  και λιαζόντανε  έξω από το μαγαζί τους ανάμεσα  σε δεκάδες  κουδουνάκια και κουδούνες,  που ήταν κρεμασμένες  στις κολόνες του μαγαζιού μαζί με αποξηραμένα δερματα  ζώων, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους και περίμεναν πως και πως  το Μεγάλο Σαββάτο. Ήταν η καλύτερη εποχή για αυτούς, γιατί αγόραζαν όλα τα δέρματα των αρνιών και των κατσικιών, που σφάζονταν εκείνες τις μέρες, από τα χωριά  και την πολη. Περίμεναν τα  δερματα  που θα τους έφερναν  οι χωριάτες, οι χασάπηδες  και οι σφάχτες. Το μαγαζί τους παράξενο. Παντού  δέρματα ξερά και νωπά, μια παράξενη, αλατισμένη μυρωδιά  ναφθαλίνης, χαμηλός φωτισμός- σχεδόν σκοτάδι και  παντού κουδούνια όλων των μεγεθών στο ταβάνι, στους τοίχους και μια μεγάλη πελάτζα γεμάτη παλιά αίματα  σε έκαναν   να νοιώθεις ένα τράβηγμα στο στομάχι.

Απέναντι, στην άλλη πλευρα της αγοράς, ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Σπύρου του Κορομλαίου. Δεν υπήρχε  άνθρωπος στο νησί που δεν το ήξερε  και δεν είχε  μπει μέσα στο μαγαζί  έστω και μια φορά.  Οι πασχαλινές κάρτες και οι χαλκομανίες  για τα κόκκινα αυγά  ήταν στην πρώτη γραμμή. Ουρά ο κόσμος αγόραζε κάρτες για να στείλει τις ευχές του στους δικούς του, που ήταν μακριά από την Λευκάδα,  για τις Γιορτές του Πάσχα  με το ταχυδρομείο. Κάρτες  με παραστάσεις,  λαγουδάκια  που κρατούσαν κόκκινα αβγά με γραμμένη την ευχή «Καλό Πάσχα», άλλες με κοτοπουλάκια, που έβγαιναν μέσα από αυγά  και άλλες που έδειχναν  τον Χριστό αναστημένο να πετά   προς τον ουρανό  που έγραφαν  «Καλή Ανάσταση».

Πιο δίπλα ήταν το ταχυδρομείο που γίνονταν το πατείς με  πατώ σε από τον κόσμο που περίμενε στην ουρά να αγοράσει  γραμματόσημα για να ταχυδρομήσει τις κάρτες. Ήταν η μόδα της εποχής. Έπρεπε τουλάχιστον  μια έβδομδα νωρίτερα να έστελνες την κάρτα αν ήθελες να φτάσει  έγκαιρα  στην Ελλάδα και κανα δυο για να φτάσει στο εξωτερικό. 

Fexisoritzinale    …………to be continuum.