Σάββατο 2 Απριλίου 2011

  Από του Λαζάρου μέχρι την δευτέρα του Πάσχα
 Μια βόλτα στο παρελθόν με  τον Πανο Φέξη.
Η ιστορία  θα δημοσιεύεται  σε συνέχειες στο fexisoritzinale μαζί με συνταγές  λευκαδίτικων φαγητών που αναφέρονται στο κείμενο….fexis    


  Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος  με δώδεκα αποστόλους …δώς μας κυρά το δίκορκο να πάμε και παρέκει  να μην μας φάει ο σκύλος σου  και βρούμε  μεγάλο ντέρτι, χρόνια πολλά, είπαν τα γειτονόπουλα  δυνατά. Και του χρόνου νάστε καλά, είπε  καλοσυνάτα  η θεια Νιόνια βάζοντας  μέσα στο  ανθοστολισμένο καλάθι του Λαζάρου  δυο αυγά άβαφα και  δυο δραχμές.
Το καλάθι του Λαζάρου   τα παιδιά   το είχαν  στολίσει από την προηγούμενη  βραδιά με λευκούς κρίνους, με κίτρινες και μωβ βιολέτες,  δενδρολίβανο και κρινάκια  που είχαν κλέψει από τους κήπους της γειτονιάς και από τις σούδες στα χωράφια  του μπάρμπα Βαγγελη  του  Καλόγερου στις Αλυκές.  Το κρατούσαν ο ένας  από την μεριά  και ο άλλος από την άλλη και γύριζαν τα σπίτια της γειτονιάς  από τα ξημερώματα μόλις ο ήλιος έριξε την πρώτη του αχτίδα στις σκεπές .
            Στον Μόλο  μόλις είχαν έρθει οι ψαράδες  και άραζαν  τα πρώτα πριάρια. Κόφες γεμάτες με σπαρταριστή  φρέσκια γαρίδα πιασμένη  με τους βολκούς, που είχαν βάλει απο βραδύς  στις  μπούκες του ιβαριού  και των  πάνω αλυκών, μεγάλες πίνες  βγαλμένες με πινολόγο από τον τράχαλο της Λυγιάς, «μια οργιά η μία είναι», μαύρους αυγομένους  αχινιούς, μαύρους πετροπάγουρες, χταπόδια και σουπιές .
 Κάτω από τα πανέλια των πριαριών υπήρχαν ψάρια -μαγιατσελιά  τα έλεγαν οι ψαραδες, μικρά ψάρια για τηγάνι-, γουβιοί, σπάροι, ζαργάνες, χέλια και μπαρμπούνια. Αυτά, μιας και οι Λευκαδίτες τότε κρατούσαν αυστηρά την  Σαρακοστή και μάλιστα τις Τετάρτες και τις Παρασκευές δεν έτρωγαν ούτε λάδι, οι νοικοκυρές τα έφτιαχναν σαβόρο  και τον φύλαγαν  σε πήλινα πιθάρια  σαράντα μέρες  για να σιτέψει  και τον φίλευαν σε μικρό πιάτο  τα μεσημέρια στις αυλές  κάτω από τις κληματαριές  μαζί με ούζο πριν το φαγητό.  
Ο μπάρμπα Μουστακλής, ο καφετζής, δεν προλάβαινε  να φτιάχνει και να σερβίρει καφέδες  στους ψαραδες. Κμπάρε ένα γλυκύ βραστό, φώναξε ο Καψάλης. Μουστακλή φτιάξε μου και μένα ένα τσάι με δυο παξιμάδια, παρήγγειλε  ο Μητσέας με  τσιριχτή φωνή  που έβγαινε  από την μύτη. Ένα βαρύ γλυκό και όχι, παρήγγειλε μουρμουριστά  ο μπάρμπα Αντώνης  ο Κοτσόρης,  πάντα λιγομίλητος  και μπάσος .
 
Εν τω μεταξύ οι γυναίκες και τα παιδιά  των ψαράδων  είχαν έρθει  στο Μόλο  και   βοηθούσαν μέχρι να πιουν  οι δικοί τους  τους καφέδες, φορτώνοντας σε κάρα κόφες, τελάρα, ταψιά ,μαχαίρια και πέζα  για να τα πάνε  στα πόστα  που είχαν, στο Παζάρι ,τον Μαρκά και στον Άγιο Μηνά  για  να τα πουλήσουν.

 -Έλα! Έλα!  Έλα!  Γαρίδα σερνει κάρο, φώναζε  δυνατά  ο Καψάλης   στην γωνιά της εκκλησίας  του Παντοκράτορα,  θέλοντας έτσι να δείξει  ότι  η γαρίδα  του  ήταν τόσο μεγάλη που έσερνε κάρο  και ανακάτευε  τη γαρίδα,  που χοροπηδούσε  μέσα στην κόφα, απαλά με την παλάμη του .

 «Εχει και πίνες  μεγάλες!. Εδώ οι καλές πίνες!» φώναζε ο Άγγελος  στον Άγιο Μηνά.   Σπάζοντας με ένα μεγάλο μαχαίρι την κάτω άκρη τους, ανοιγε  στην μέση τις πίνες  για να βγάλει το φαϊ τους, που το εριχνε μέσα σε ένα μεγάλο ταψί. Πόσο πάει η μία,  τον ρωτούσαν. Ένα δίφραγκο η μία,  πόσες να βάλω, απαντούσε  φτιάχνοντας  ταυτόχρονα  ένα  μεγάλο χάρτινο  χωνί από χασαπόχαρτο.  Ήταν το αγαπημένο φαγητό των Λευκαδιτών.  Τις έκαναν τηγανιτές  η πιλάφι με ρυζάκι, φρέσκο σκόρδο, μάραθο και λεμονάκι  .
 «Εδώ τα καλα χάβαρα  και  οι καποσάντες!», φώναζε ο Ράκιας  στη γωνία  του Αγίου Νικολάου,  ενώ η γυναίκα του  η κυρα Κατερίνα, ακουμπισμένη  στο κάρο, δίπλα στα πέζα, εκοβε  λεμόνια, έριχνε  σταγόνες λεμονιού  στους ανοιχτούς καποσάντες   που ανοιγόκλειναν, για να δείξει ότι είναι φρέσκοι στους πελάτες .Όσο ο Ράκιας  ζύγιζε  τους καποσάντες,  κάθε πελάτης έτρωγε από δυο-τρεις, πολλές φορές και δέκα .

Στο άλλο στενό του Άϊ Νικολάου  ήταν το πόστο του Άγγελου του Μπολσεβίκου. Σήμα κατατεθέν του ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο αυτί. .Αυτός πουλούσε,  μαζί με την γυναίκα του την κυρα Ντινα, μύδια και αχινιούς. Εχουν αυγό μέσα, τον ρωτούσαν οι πελάτες για τους αχινιούς και αυτός τους απαντούσε  γελώντας «άαααααα κμπάρε,  ο αχινιός  ξέρεις τι λεει;  Αν δεν βρεις το αυγό μου φάε το σκατό μου»  και έκλεινε πονηρά το μάτι  δείχνοντας  του την κυρα Ντίνα στην γωνία. Κα κα κα κα τα γελια  οι πελάτες και ο Μπολσεβίκος ζύγιζε.

Χιλιάδες  οι μυρωδιές και  τα χρώματα .H αγορά   θύμιζε  ένα ανθρώπινο μελίσσι από  το πρωί που  άδειαζαν τα καΐκια  τους επιβάτες  τους, τα  στενά  του Μόλου που έβγαζαν στην αγορά  και στην  πλατεία   γέμιζαν από φωνές,  κότολα  , τραγιάσκες , σακούλια και καλάθια.

Το ίδιο συνέβαινε και στον Άγιο Μηνά, που ήταν το ΚΤΕΛ. Τα λεωφορεία έφταναν  από τα χωριά  με γεμάτες τις σκάρες τους  με κόφες και καλάθια. Ο Ζάβιας έδινε μάχη μέχρι να τα ξεφορτώσει  και  να πάρει το φιλοδώρημα του.   Ένα νέο ανθρώπινο  ποτάμι ξεχύνονταν  προς   στο παζάρι  που ξεκινούσε από το ρολόϊ  του Αγίου Μηνά  και τελείωνε στην πλατεία,  που ήταν οι τράπεζες  Εθνική και Αγροτική.

Άνθρωποι  όλων των ηλικιών  την ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα. Αυτοί που είχαν έρθει με τα καΐκια  από  Μεγανήσι, Νυδρί, Βλυχό, Βασιλική, Ζαβέρδα, Κάλαμο, Μύτικα, έτρεχαν βιαστικοί  να  κάνουν τα ψώνια τους  για  να προλάβουν τα καΐκια των  συγκοινωνιών, που έλυναν κάβο στις δυο το μεσημέρι από τον Μόλο μπροστά από το καφενείο της θεια Ζαχαρένιας  αλλά  και  αυτοι που είχαν έρθει από τα ορεινά και έξω από αυλάκι έτρεχαν  να προλάβουν  τα λεωφορεία  για τα χωριά τους.  Τότε  η Λευκάδα ήταν το κέντρο του εμπορίου, τόσο του νησιού όσο και των γύρω περιοχών  της Αιτωλοακαρνανίας .  

Όταν έστριβες από το περίπτερο του μπάρμπα Μητσου στην εκκλησία του αγίου Μηνά  και έμπαινες στο παζάρι, ένας άλλος κόσμος ξετυλίγονταν μπροστά σου

Άνθρωποι, κάρα  ,σακούλια , κούτες ,εμπορεύματα, μυρωδιές, χαιρετούρες, ευχές, χειραψίες, αγκαλιάσματα  ,και  χρώματα χιλιάδες,  ένα ατελείωτο  βουητό από φωνές και  ήχους  που θύμιζαν ανατολίτικο παζάρι .

Στα σιδεράδικα τα δυνατά  και ασταμάτητα  χτυπήματα των σφυριών στο αμόνι   γέμιζαν   τον αέρα. Με δυο χτυπήματα  στο ζεστό σίδερο και ένα χτύπημα στο αμόνι,  έδιναν  σχήματα  σε  τσαπιά   και  σε τσεκούρια οι σιδεράδες,  που δούλευαν στον Κομμεντινό.
 
 Σε αυτή την συναυλία των ήχων έπαιρναν μέρος και οι λατινιεριδες,  ο Μπαμπακάλης  και οι  αδελφοί Αυγουστίνοι,  που χτυπούσαν  με τα ξύλινα σφυριά τους τον τσίγκο  για να φτιάξουν  μαστέλους, μπανιέρες ,σκάφες και σκαφίδια,  λυχνάρια και ποτιστήρια.

Λίγα μετρά πιο κάτω, στο βαρελοποιείο, έπαιρναν μέρος σε αυτή την συναυλία  τα ξύλινα.  Εδώ, ο Σπύρος ο Αλιάδας με την πλανια του  έξυνε   ρυθμικά τις  ταβλες   κάνοντας  αυλάκια για να φτιάξει τις  περίφημες  ξύλινες πλυτόταβλες για τους  μαστέλους και τις σκάφες που πουλούσε στις κυράδες  για να πλένουν τα ρούχα τους. Και πλάι  του  ο αδελφός του,  χτυπώντας  και αυτός  ρυθμικά με  ένα μεγάλο σφυρί  τον συμπά, περνούσε  μεταλλικά στεφάνια και κλείδωνε  βαρέλια  και μαστέλους .
 
 «Στην πάντα λερώνει ….έλα  Σούζιιιιιιιιιιιι!!!»  φώναζε δυνατά   ο μπάρμπα Γεράσιμος ο Ταγέγος  σπρώχνοντας το κάρο του για να μεριάσει ο κόσμος

Ο Ανδρέας  ο Όπερας  όμως  ήταν καλλιτέχνης  καροτσέρης,  την φωνή του  όμως δεν την χρειάζονταν  για να φωνάζει δυνατά  να μεριάσει  ο κόσμος. Έτσι και αλλιώς το κάρο του είχε μεταλλικές ρόδες που  έκαναν  μεγάλο θόρυβο. Τη φωνή τη χρειάζονταν  για να τραγουδά  όπερα καθώς οδηγούσε το κάρο του, εξ ου και το παρατσούκλι του .

  Μέσα σε αυτή την βοή  και οι  φωνές των εφημεριδοπώληδων. «Εφημερίδες ,λαϊκά λαχεία. πολλά εκατομμύρια, το νέο Ντομινό, η νέα Βεντέτα, το νέο Ρομάντζο» φώναζαν βροντερά  τόσο ο Νίκος ο Γεραρδής  όσο και ο Σπύρος ο Παξινός    που όργωναν το παζάρι επάνω κάτω ασταμάτητα.

 Τα δυο αδέλφια ο Θανάσης και ο Ανδρέας Πολυχρονόπουλος μεγάλοι  δερματέμποροι  της εποχής  ήταν ίσως από τους λίγους  που δεν έτρεχαν.  Έπιναν το καφεδάκι τους  και λιαζόντανε  έξω από το μαγαζί τους ανάμεσα  σε δεκάδες  κουδουνάκια και κουδούνες,  που ήταν κρεμασμένες  στις κολόνες του μαγαζιού μαζί με αποξηραμένα δερματα  ζώων, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους και περίμεναν πως και πως  το Μεγάλο Σαββάτο. Ήταν η καλύτερη εποχή για αυτούς, γιατί αγόραζαν όλα τα δέρματα των αρνιών και των κατσικιών, που σφάζονταν εκείνες τις μέρες, από τα χωριά  και την πολη. Περίμεναν τα  δερματα  που θα τους έφερναν  οι χωριάτες, οι χασάπηδες  και οι σφάχτες. Το μαγαζί τους παράξενο. Παντού  δέρματα ξερά και νωπά, μια παράξενη, αλατισμένη μυρωδιά  ναφθαλίνης, χαμηλός φωτισμός- σχεδόν σκοτάδι και  παντού κουδούνια όλων των μεγεθών στο ταβάνι, στους τοίχους και μια μεγάλη πελάτζα γεμάτη παλιά αίματα  σε έκαναν   να νοιώθεις ένα τράβηγμα στο στομάχι.

Απέναντι, στην άλλη πλευρα της αγοράς, ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Σπύρου του Κορομλαίου. Δεν υπήρχε  άνθρωπος στο νησί που δεν το ήξερε  και δεν είχε  μπει μέσα στο μαγαζί  έστω και μια φορά.  Οι πασχαλινές κάρτες και οι χαλκομανίες  για τα κόκκινα αυγά  ήταν στην πρώτη γραμμή. Ουρά ο κόσμος αγόραζε κάρτες για να στείλει τις ευχές του στους δικούς του, που ήταν μακριά από την Λευκάδα,  για τις Γιορτές του Πάσχα  με το ταχυδρομείο. Κάρτες  με παραστάσεις,  λαγουδάκια  που κρατούσαν κόκκινα αβγά με γραμμένη την ευχή «Καλό Πάσχα», άλλες με κοτοπουλάκια, που έβγαιναν μέσα από αυγά  και άλλες που έδειχναν  τον Χριστό αναστημένο να πετά   προς τον ουρανό  που έγραφαν  «Καλή Ανάσταση».

Πιο δίπλα ήταν το ταχυδρομείο που γίνονταν το πατείς με  πατώ σε από τον κόσμο που περίμενε στην ουρά να αγοράσει  γραμματόσημα για να ταχυδρομήσει τις κάρτες. Ήταν η μόδα της εποχής. Έπρεπε τουλάχιστον  μια έβδομδα νωρίτερα να έστελνες την κάρτα αν ήθελες να φτάσει  έγκαιρα  στην Ελλάδα και κανα δυο για να φτάσει στο εξωτερικό. 

Fexisoritzinale    …………to be continuum.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου